ἀγχόνιος
English (LSJ)
α, ον,
A fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.