ἐκπεπταμένως
English (LSJ)
Adv., (ἐκπετάννυμι)
A extravagantly, X.Cyr.8.7.7.
German (Pape)
[Seite 771] ausgelassen, εὐφραίνεσθαι Xen. Cyr. 8, 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπταμένως: ἐπίρρ., (ἐκπετάννυμι) δαψιλῶς, μεγάλως, εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως Ξεν. Κύρ. 8. 7. 7.