πολυτελής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (τέλος)

   A very expensive, costly, opp. εὐτελής, οἰκίη Hdt.4.79; τράπεζα Democr.210; παρακομιδή Th.7.28; ζῶναι Pl.Hp.Mi.368c; παρασκευαί X.Hier.1.20 (Comp.); π. νεκρός honoured with a costly funeral, Men. Per.Fr.2; λίθοι, λιθεία, precious stones, OGI90.34 (Rosetta, ii B.C.), 132 (Egypt, ii B.C.): generally, valuable, -εστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν . . δύναμιν ἐδημιούργησεν Pl.R.507c; -έστατον ζῷον, v.l. for πολυφρονέστατον, Euryph. ap. Stob.4.39.27.    II of persons, lavish, extravagant, coupled with ἄσωτος, Men.615; γυνὴ π. ἐστ' ὀχληρόν Id.325.7; ἑταίρα π. Id.824; π. τῷ βίῳ Antiph.80.5. Adv. -λῶς Eup.335, Lys.7.31, X.Mem.3.11.4: Sup., τὰ -λέστατα in the costliest manner, Hdt.2.87.

German (Pape)

[Seite 674] ές, 1) viel aufwendend, kostbar, prächtig lebend, Pol. 8, 11, 7. – 2) was viel Aufwand erfordert, kostbar; Her. 4, 79; Thuc. 7, 27; πομπαὶ καὶ θυσίαι, Plat. Alc. II, 149 c; superl., Rep. VI, 507 c; Xen. u. Folgde; δύναμις, Pol. 2, 23, 1 u. sonst; auch adv., πολυτελῶς κατεσκεύασται τὰ βασίλεια, Pol. 10, 10, 9; πολυτελέστερον ζῆν, ib. 25, 5; πολυτελέστατα, Her. 2, 86.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτελής: -ές, (τέλος) ὡς καὶ νῦν, πολὺ δαπανηρός, πολυδάπανος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελής, οἰκίη Ἡρόδ. 4. 79· πόλεμος Θουκ. 7. 28· ζῶναι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C· παρασκευαὶ Ξεν. Ἱέρων 1. 20, κτλ.· πολυτελὴς νεκρός, τιμώμενος διὰ πολυτελοῦς κηδείας, Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 2· καθόλου, πολύτιμος, βαρύτιμος, πολυτελεστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν... δύναμιν ἐδημιούργησεν Πλάτ. Πολ. 507C, πρβλ. Εὐρύφαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 103, 27. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλὰ δαπανῶν, σπάταλος, ἀλλὰ ἠπιώτερον τοῦ ἄσωτος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 137· γυνὴ π. ἐστ’ ὀχληρὸν ὁ αὐτ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 6, πρβλ. Ἄδηλ. 228· π. τῷ βίῳ Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 5. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Λυσ. 111. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· ὑπερθ. -λέστατα, κατὰ τρόπον δαπανηρότατον, Ἡρόδ. 2. 86. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυτελῆ· πολυδάπανα, ἢ τὰ πολλοῦ ἄξια, ἤγουν τίμια».