θεοπρεπής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A meet for a god, Ἥρας δῶμα Pi.N.10.2; πεδίον D.S.11.89; πομπή, μορφή, Plu.Dio28, 2.780a; ὀνόματα Max.Tyr.6.2; marvellous, θέαμα Plu.Alc.34, etc.; τὸ θ. τῶν διατεταγμένων Ph.2.137: Sup. -έστατος, ἄγαλμα Plu.2.780f. Adv. -πῶς IG5(1).1390.3 (Andania, i B.C.), D.S.4.2, Ph.1.154, al., Luc.Alex.15, etc.

German (Pape)

[Seite 1197] ές, einem Gotte angemessen, seiner würdig; Ἥρας δῶμα Pind. N. 10, 2; καὶ ἱερὰ πομπή Plut. Dio 28; πεδίον D. Sic. 11, 89, a. Sp. – Adv., θεοπρεπῶς ἐσταλμένος Luc. Alex. 15.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπρεπής: -ές, κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων θεῷ, Ἥρας δῶμα Πίνδ. Ν. 10. 2∙ τέμενος Διόδ. 11. 89∙ πομπή, μορφὴ Πλούτ. Δίωνι 28., 2. 780Α∙ θαυμαστός, θέαμα ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 34, κτλ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Λουκ. Ἀλεξ. 15.