χρυσήεις
German (Pape)
[Seite 1380] εσσα, εν, späte poet. Form statt χρύσεος, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
χρυσήεις: εσσα, εν, μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ χρύσεος, Χρησμ. Σιβ. Ἀποσπ. 2. 25.
[Seite 1380] εσσα, εν, späte poet. Form statt χρύσεος, Orac. Sib.
χρυσήεις: εσσα, εν, μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ χρύσεος, Χρησμ. Σιβ. Ἀποσπ. 2. 25.