ἔκθλιψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A squeezing out, Hp.Aph.7.85, Arist.Mete.342a15, Epicur.Ep.2p.50U. ; τοῦ λοιποῦ (sc. οῠρον) Gal. UP5.16. II affliction, distress, LXX Ez.12.18. III Gramm., ecthlipsis, ejection of a letter, as σκῆπτρον, σκᾶπτον, A.D.Conj.230.10, etc.; also, elision, Eust.984.15(pl.).
German (Pape)
[Seite 760] ἡ, das Heraus-Wegdrücken; Arist. Meteorl. 1, 4; Medic. Bei den Gramm. = Ausstoßen eines Buchstaben.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθλιψις: -εως, ἡ, τὸ διὰ πιέσεως ἐξάγειν, Ἱππ. Ἀφ. 1261, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 11, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατάθλιψις, Ἑβδ. Μιχ. Ζ, 2, διαφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἐκθλιβή. ΙΙΙ. «ἔκθλιψις δέ ἐστιν αὖθις ἀποβολὴ τοῦ ἀνομοίου συμφώνου, ὡς ἔχει ἐκ τοῦ σκηπτοῦχος σκηπτροῦχος» κτλ. Δράκων σ. 160, Γρηγόρ. Κορίνθου 681 § XXIII, ἀλλ’ ἐν σελίδι 678 § ΧΙ «ἔκθλιψις μέν ἐστιν, ὅταν δύο λέξεις συνάπτωνται ἐκθλιβομένου φωνήεντος ἢ φωνηέντων, ἢ φωνήεντος καὶ συμφώνου, καὶ ἀντ’ αὐτῶν ἀποστρόφου τιθεμένης».