αὐθωρεί: ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. εὐθύς, πάραυτα, αὐτοστιγμί, ἡ Πυθία καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.