συντακτικός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A putting together, composing, Theo Sm.p.12H., Suid.    II (συντάσσω IV) of or for departure, ὁ σ. (sc. λόγος) or ἡ σ. (sc. ῥῆσις) a farewell speech, Men.Rh.pp.430,432 S., cf. Him.Ecl.11 tit.    III -κός, ὁ, official in Egypt, classifier of soldiers, cleruchs, etc., into categories, PTeb.120.50 (i B.C.), cf. 191 (i B.C.), BGU1565.3 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συντακτικός: -ή, -όν, (συντάσσω) ὁ συντάσσων, συνθέτων, Θέων Σμυρν. 15Β, Σουΐδ. ΙΙ. (συντάσσω IV), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀναχώρησιν, ὁ σ. (ἐξυπακ. λόγος), ἢ ἡ σ. (ἐξυπ. ῥῆσις), ἀποχαιρετιστικὸς λόγος, ὁμιλία, Ρήτορες (Walz) 9. 309, 313· σ. ὁμιλίαν παρέχειν Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 21· ― οὕτω συντακτήριος, ον, Φωτ. Βιβλ. 108, 14.