διέγερσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A arousing, σώματος Hippiatr.128.
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, das Aufwecken, Ermuntern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διέγερσις: ἡ, τὸ διεγείρειν, Ἰούλ. Ἀφρικ. παρ’ Ἀρχ. Μαθ. 315.
εως, ἡ,
A arousing, σώματος Hippiatr.128.
[Seite 617] ἡ, das Aufwecken, Ermuntern, Sp.
διέγερσις: ἡ, τὸ διεγείρειν, Ἰούλ. Ἀφρικ. παρ’ Ἀρχ. Μαθ. 315.