Dor. and Ep. 3pl. aor. 1 Pass. of ἀγείρω.
[Seite 12] = ἠγέρθησαν, s. ἀγείρω.
ἄγερθεν: ἠγέρθησαν, Δωρ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. τοῦ α΄ παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.