ίδος, ἡ,
A = πομφόλυξ, Hsch. II cf. βομβυλιός 1.2.
[Seite 453] ίδος, ἡ, v. l. für βομβύλιος Arist. a. a. O. Bei Hesych. = πομφόλυξ.
βομβῠλίς: -ίδος, ἡ, = πομφόλυξ, Ἡσύχ. ΙΙ. πρβλ. βομβυλιὸς 1. 2.