ξυρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A gladwyn, Iris foetidissima, Dsc.4.22, Plin.HN21.143, Gal.12.87 :—also written ξίρις, Thphr.HP9.8.7, Choerob. in An.Ox. 2.242 ; ξειρίς, Hsch. ; ξείρης, Ar.Fr.831 ; cf. ξιρίς. II pl., a kind of shoe, Phot.
German (Pape)
[Seite 282] ίδος, ἡ, eine gewürzige Pflanze, wie die Schwertlilie, wahrscheinlich von der Aehnlichkeit ihrer Blätter mit einem Scheermesser, ξυρόν benannt, Diosc.; auch ξερίς u. ξηρίς.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἴριδος (ὡς τὸ ξιφίς), καλούμενον οὕτως ἐκ τῶν φύλλων αὐτοῦ παρεμφερῶν πρὸς ξυράφιον, πιθ. Iris foetidissima, Διοσκ. 4. 22, Πλίν. 21. 83˙ - φέρεται ξίρις παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 242˙ ξειρὶς παρ’ Ἡσυχ.˙ ξείρης Φώτ. ΙΙ. πληθ., εἶδος ὑποδήματος (πρβλ. ἀναξυρίδες), Φώτ.