πολυγλώχιν
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ,
A many-barbed, σίδηρος D.P.476; ἀκόντιον App.BC5.82: metaph., ἐλάφοιο κεραίη Nic.Th. 36.
German (Pape)
[Seite 661] ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγλώχῑν: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς γλωχῖνας, πολυγλώχινι σιδήρῳ, «πολυγώνῳ» (Σχόλ.), Διον ΙΙ. 476, Ἀππ. Ἐμ. φύλ. 5. 82· ― ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 36 χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν κλάδων τῶν κεράτων ἐλάφου.