κορκορυγμός
English (LSJ)
ὁ, = foreg., of the bowels, Ps.-Luc.Philopatr.3.
Greek (Liddell-Scott)
κορκορυγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 3.
ὁ, = foreg., of the bowels, Ps.-Luc.Philopatr.3.
κορκορυγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 3.