χειρόμαντις

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

εως, ὁ,

   A diviner by palmistry, fortune-teller, Poll.2.152.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, ἡ, aus der Hand und den Linien derselben weissagend, Poll. 2, 152.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόμαντις: ὁ, ὁ μαντευόμενος, προλέγων τὰ μέλλοντα διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν τομῶν ἢ γραμμῶν τῆς παλάμης τῆς χειρός, Πολυδ. Β΄, 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.