δοχός
English (LSJ)
όν, (δέχομαι)
A containing, able to hold, θερμοῦ καὶ ὑγροῦ Thphr. CP2.4.11. II Subst. δοχός, ὁ, receptacle, Hsch.; also, = λουτήρ, Id.
German (Pape)
[Seite 663] aufnehmend, fassend, τινός, Theophr. Bei Hesych. subst., = δοχεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
δοχός: -όν, (δέχομαι) δεχόμενος, περιλαμβάνων, δυνάμενος νὰ περιλάβῃ, Λατ. capax, μετὰ γεν., Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 12. ΙΙ. δοχός, ὁ, δοχεῖον, Ἡσύχ.