διαλαλέω

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

   A talk with, τινὶ περί τινος Plb.1.85.2, cf. POxy.1417.24 (iv A.D.); ἐν ἑαυτοῖς ὑπέρ τινος Plb.9.32.1; κατὰ συμμορίας D.H.6.57; πρὸς ἀλλήλους τί ἂν ποιήσειαν Ev.Luc.6.11; αὐτὴν ἐν αὑτῇ δ. Plu.2.141d.    II δ. τινί τι talk over a thing with another, E.Cyc. 175:—Pass., to be much talked of, Ev.Luc.1.65.

German (Pape)

[Seite 585] mit Einem sprechen, plaudern, τινί τι, Eur. Cycl. 175; τινὶ περί τινος, Pol. 1, 85, 2; πρός τινα, 23, 9; ἐν ἀλλήλοις, 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

διαλᾰλέω: ὁμιλῶ μετά τινος, τινι ἢ πρός τινα Πολύβ. 1. 85, 2, κτλ.· τινί, περὶ ἢ ὑπέρ τινος αὐτόθι, κτλ. ΙΙ. δ. τινί τι, φλυαρῶ περί τινος μετά τινος, Εὐρ. Κύκλ. 175. - Παθ., γίνεται πολύς λόγος περὶ ἐμοῦ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 65.