ον, (χέζω):
A π. νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.
[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.
πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.