ἑνίγυιος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A joined in one body, Ibyc.16.3.    II lame of one foot, Suid. (ἑνίγυος codd.).

German (Pape)

[Seite 844] auf einem Fuße lahm, Suid. Auch = συμφυής, Ibyc. 15 bei Ath. II, 58 a, em. für ἑνίγυος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνίγυιος: -ον, εἰς ἓν σῶμα ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου σῶμα ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α (ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα πόδα, «ἑνίγυιος, ὁ ἓν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός» Σουΐδ, ἴδε κυλλός.- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.