ἐμπειροπόλεμος
English (LSJ)
ον,
A experienced in war, D.H.6.14, Ph.1.426: Sup., App.BC3.97. Adv. -μως ib.2.36.
German (Pape)
[Seite 811] im Kriege erfahren; D. Hal. 6, 14; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειροπόλεμος: -ον, πεπειραμένος εἰς τὸν πόλεμον, Διον. Ἁλ. 6. 14 Φίλω 1. 426.