ἐκπωτάομαι
English (LSJ)
poet. for ἐκποτάομαι, aor.I
A ἐξεπωτήθη Babr.12.1.
German (Pape)
[Seite 777] = ἐκποτάομαι, Eustath.; ἐξεπωτήθη Babr. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπωτάομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐκποτάομαι, Βαβρ. 12. 1.
poet. for ἐκποτάομαι, aor.I
A ἐξεπωτήθη Babr.12.1.
[Seite 777] = ἐκποτάομαι, Eustath.; ἐξεπωτήθη Babr. 12, 1.
ἐκπωτάομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐκποτάομαι, Βαβρ. 12. 1.