κυβερνητέον
English (LSJ)
A one must direct, Pl. Sis.389d.
Greek (Liddell-Scott)
κυβερνητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κυβερνῶ, δεῖ κυβερνᾶν, Πλάτ. Σίσυφ. 389D.
A one must direct, Pl. Sis.389d.
κυβερνητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κυβερνῶ, δεῖ κυβερνᾶν, Πλάτ. Σίσυφ. 389D.