ἀπωστέον
English (LSJ)
A one must reject, E.HF294.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀπωθήσῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 294.
A one must reject, E.HF294.
ἀπωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀπωθήσῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 294.