ἀκροατήριον
English (LSJ)
τό,
A place of audience, Act.Ap.25.23; lecture-room, Ph.1.528 (pl.), Plu.2.45f, etc. II audience, Id.Cat.Ma.22.
German (Pape)
[Seite 82] τό, Hörsaal, Plut. Cat. mai. 22 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροᾱτήριον: τό, μέρος πρὸς ἀκρόασιν, Λατ. auditorium, Πράξ. Ἀπ. κε΄, 23: αἴθουσα πρὸς διδασκαλίαν ἢ ἐκφώνησιν λόγων, Πλούτ. 2. 45F. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν ἀκροατῶν, ὁ αὐτ. Κάτ. Πρεσβ. 22.