τό,
A pith of the fir-tree, Thphr.HP3.9.7.
λοῦσσον: τό, ἡ ῥητινώδης ἐντεριώνη, τὸ δᾳδὶ τῆς ἐλάτης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 7.