στραγγεῖον

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

τό,

   A medicine-dropper, Alex.Aphr.Pr.2.59.

German (Pape)

[Seite 950] τό, wundärztliches Werkzeug, Blut auszuziehen, gew. σικύα, Schröpfkopf, Alex. Aphrod.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγεῖον: τό, χειρουργικὸν ὄργανον δι’ οὗ ἀπομυζᾶται αἷμα ὡς διὰ σικύας («βεντούζας»), Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 59· πρβλ. σικύα.