ατος, τό,
A induration, Hp. Epid.4.38, Poll.4.198 (v.l. σκίρωμα), Orib.45.7.1.
[Seite 901] τό, verhärteter Körper, Theil, Verhärtung, Medic.
σκλήρωμα: τό, ἐσκληρωμένον μέρος, σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.