ἀβραμίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Xenocr 78.
German (Pape)
[Seite 4] τό, Xenocr. 36., dim. von
Greek (Liddell-Scott)
ἀβραμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομένου. Ξενοκρ. 36.
τό, Dim. of sq., Xenocr 78.
[Seite 4] τό, Xenocr. 36., dim. von
ἀβραμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομένου. Ξενοκρ. 36.