damp
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. νοτερός, ὑγρός, διάβροχος, V. ὑδρηλός.
subs.
P. and V. νοτίς, ἡ (Plat.); see moisture.
Dampness: P. ὑγρότης, ἡ.
v. trans.
P. and V. ὑγραίνειν (Plat.), τέγγειν (Plat.), βρέχειν (Plat.), δεύειν (Plat.), νοτίζειν (Plat. and Aesch., Frag.), V. ὑγρώσσειν.
Sprinkle: V. ῥαίνειν, ὑδραίνειν.
Met., Damp ardour, etc.: P. and V. ἀμβλύνειν, ἀπαμβλύνειν, V. καταμβλύνειν.