ες, (λαός)
A popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.
λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.
ης, ες :populaire.Étymologie: λαός, -ωδης.