σπιλόω

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A stain, soil, D.H.9.6, Ep.Jac.3.6; mark, λευκαῖς (with leucodermia) Cat.Cod.Astr.8(4).174:—Pass., εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι, of a painting, LXX Wi.15.4: pf. part. ἐσπιλωμένος soiled, Ep. Jud. 23, cf. Luc.Am.15: simply, to be marked, Hld.10.15.

German (Pape)

[Seite 921] beflecken, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλόω: κηλιδώνω, μολύνω, μιαίνω, ῥυπαίνω, «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tacher, souiller.
Étymologie: σπίλος.