ον,
A deep-toned, φθόγγος AP12.187 (Strat.).
[Seite 435] φθόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).
βᾰρύχορδος: -ον, ὁ βαρὺν τόνον ἔχων,βαρέως ἠχούσας τὰς χορδὰς ἔχων, φθόγγος Ἀνθ.Π.12.187.
ος, ον :aux sons graves.Étymologie: βαρύς, χορδή.