σφακτός

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A slain, slaughtered, δαίς E.Hec.1078 (lyr.) θηρία Rev.Arch.30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφακτός: -ή, -όν, ἐσφασμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
égorgé, immolé.
Étymologie: σφάζω.