λυσσομανής

Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ές,

   A raving mad, AP11.232 (Call. Arg.); πλόκαμοι ib.6.219 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσομᾰνής: -ές, ὁ λυσσηδὸν μαινόμενος, Ἀνθ. Π. 11. 232· πλόκαμοι αὐτόθι 6. 219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 enragé, furieux;
2 qui appartient à une personne furieuse.
Étymologie: λύσσα, μαίνομαι.