τρυχηρός
English (LSJ)
ά, όν,
A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496. II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.