προσεδρεία

Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

or προσεδρ-εδρία (required by metre in E.Or.93 and found in Pap. of Phld. (v. infr.), but -εία PTeb. (v. infr.)), ἡ,

   A sitting by or near: esp.,    1 besieging, blockade, Th.1.126, D.C.36.51.    2 close attention to a thing, assiduity, PTeb.24.39 (ii B.C.), Phld.Rh.1.232 S., Longin. ap. Porph.Plot.19, Iamb.Protr.6; esp. sitting by a sick-bed, E.Or.93, 304; αἱ τῶν τέκνων π. attentions paid by them, Hierocl. p.58A.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, das Dabeisitzen, insbes. das Sitzen vor einer Stadt, Belagerung, obsessio, Thuc. 1, 126 u. Sp., wie D. Cass. 40, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσεδρεία: ποιητ, -εδρία, ἡ, τὸ καθῆσθαι πλησίον· μάλιστα δέ, 1) πολιορκία, ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Θουκ. 1. 126, Δίων Κ. 36. 34. 2) μεγάλη προσοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, Λατ. assiduitas, Λογγῖν. Ἀποσπ. 6. 2· ― μάλιστα τὸ καθῆσθαι παρὰ τὴν κλίνην ἀσθενοῦς, Εὐρ. Ὀρ. 93 (ἐν τῷ τύπῳ -εδρία), πρβλ. αὐτόθι 304· αἱ τῶν τέκνων πρ., αἱ τοιαῦται περιποιήσεις τῶν τέκνων, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 61. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 404.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
siège d’une ville.
Étymologie: προσεδρεύω.