συνέχεια

Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ἡ,

   A continuity, τῆς κινήσεως Arist.Metaph.1050b26; [τῶν νεύρων] Id.HA515b6; [ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων Id.PA654b15, cf. HA559a7; σ. ἔχειν πρός τι Id.PA652b3; ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ συνέχειαν τρέφεται καὶ ἐπιδίδωσι Thphr.CP1.12.4; σ. γίνεται there is a continuous succession (of flowering), Id.HP6.8.4, cf. 7.10.3; σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης, Plb.5.100.2, Hdn.8.5.2.    b coherence, πρὸς τὰ οἰκεῖα μέρη Stoic.2.145; νόσος . . τῆς σ. [τοῦ σώματος] τῶν μερῶν διαίρεσις Gal.7.2; ὀδύνη γίνεται . . τῆς σ. λυομένης Id.15.515.    c κατὰ συνέχειαν ἀριθμεῖσθαι to be reckoned by conjunction (e.g. 1, 2, 3, 4; 4, 5, 6, 7), Steph.in Hp.1.198 D.    2 mere sequence of words, Pl.Sph.261e, 262c; connexion in a sentence, τῶν ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.5.2, cf. Comp.23; γραμμάτων Demetr.Eloc.68; also of argument, αἱ κατὰ συνέχειαν [προτάσεις], = συνημμένα ἀξιώματα (cf. συνάπτω A. 111.3), Stoic.2.71, cf. 85; σ. ἀποδείξεων Luc.Dem.Enc.32; ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι σ. Plu. 2.792d; πυκνότης καὶ συνέχεια Hermog.Id.2.10.    3 of Time, link, Arist.Ph.222a10.    4 sequence, chain of cause and effect, ἐπισύνδεσις καὶ σ. τῶν αἰτίων Alex.Aphr.Fat.195.3; τῶν ἐφεξῆς σ. καὶ συμπλοκή Plot.3.1.4.    5 continuity of substance, viscosity, (sc. ἐλαίου) Thphr. Od.18; of dripping honey, μὴ . . ὑγρόν, ὡς ἀποσπᾶσθαι τῆς σ. Gal.6.270; ἡ πρὸς τὸν ὀμφαλὸν τοῦ ἐμβρύου σ. Sor.1.71; of broken bones, Id.Fract.5, al.; σ. τῶν φυτῶν Hdn.7.2.5.    6 compactness, close order, of military formation, Arr.Tact.11.4, Ael.Tact.11.4.    II continued attention, perseverance, D.18.218; continuance of an action, τῇ σ. τῆς μελέτης Hierocl. in CA27p.484M.; practice, Plot.4.6.3; συνεχείας δηλωτική, = frequentativa, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1022] ἡ, der Zusammenhalt oder Zusammenhang, die Verbindung; τὰ τῇ συνεχείᾳ μηδὲν σημαίνοντα, Plat. Soph. 261 e, vgl. 262 c; Pol. 5, 100, 2. 8, 17, 5; S. Emp. adv. geom. 115. – Ueberh. Dauer, auch anhaltende Bemühung, Dem. 18, 218; Plut. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέχεια: ἡ, συνειρμός, ἀκολουθεία, ἐξακολούθησις, ἀδιάκοπος συνοχὴ ἢ διαδοχή, τῆς κινήσεως Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 18· τῶν νεύρων ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· [ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· σ. ἔχειν πρός τι ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 7, 4· σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης Πολύβ. 5. 100, 2, Ἡρῳδιαν. 8. 5. 2) σχέσιςἀκολουθία λέξεων ἐν τῇ προτάσει, Πλάτ. Σοφιστ. 261Ε, 262C· τῶν ὀνομάτων Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 2· ἀποδείξεων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 32· ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι σ. Πλούτ. 2. 792D. 3) ἐπὶ χρόνου, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 1. 4) τὸ τῆς οὐσίας συνεχὲς ἢ συμπαγές, πυκνότης, ἐλαίου Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 18· τῶν φυτῶν Ἡρῳδιαν. 7. 2. ΙΙ. συνεχὴς προσοχή, ἐπιμονή, Δημ. 301. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 continuité, suite non interrompue;
2 attention continue, persévérance.
Étymologie: συνεχής.