κάγκελλον
English (LSJ)
μέτρον, a system of measures of capacity,
A μέτρῳ τῷ κ. ἀρτάβας ἕνδεκα τέταρτον POxy.1447 (i A.D.), cf. 133.15 (vi A.D.), etc.
μέτρον, a system of measures of capacity,
A μέτρῳ τῷ κ. ἀρτάβας ἕνδεκα τέταρτον POxy.1447 (i A.D.), cf. 133.15 (vi A.D.), etc.