πιλόω

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

=πιλέω, of the effect of cold,

   A contract, opp. μανόω, ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Thphr.CP

German (Pape)

[Seite 615] = πιλέω, Theophr. u. Sp.; Eubul. bei Ath. II, 65 c, πλεκτάνας.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλόω: πιλέω, ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ψύχους, συστέλλω, μανόω, ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5, πρβλ. 1. 12, 3, κτλ. ― Παθ., νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. πιλέω.