ἀντιμετρέω

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A measure out in turn, give one thing as compensation for another, τί τινι Luc.Am. 19:—Pass., ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν it shall be measured in turn, Ev.Matt.7.2, Ev.Luc.6.38.    II Astrol., correspond in ascension, Cat.Cod.Astr.8(4).187.

German (Pape)

[Seite 255] dagegen abmessen, τινί Luc. amor. 19; vergelten, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμετρέω: δίδω τι ὡς ἀποζημίωσιν, δίδω τι ὡς ἀντίσταθμον, ἡ φύσις τῷ θνήσκοντι τὸ τικτόμενον ἀντεμέτρησεν Λουκ. Ἔρωτ. 19: - Παθ., καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν, θὰ ἀποδοθῇ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 2, κ. Λουκ. ϛ΄, 38: - Ἐντεῦθεν -ησις, εως, ἡ, ἀνταπόδοσις, Νικηφ. Γρηγορ. τ. 1, σ. 173.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mesurer en échange, donner en compensation de, rembourser l’équivalent, τινι.
Étymologie: ἀντί, μετρέω.