νοτίς

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A moisture, A.Fr.481, E.Ph.646 (lyr.), Pl.Ti.60d, Thphr.CP 5.6.1, etc. ; ποντία ν. E.Hec.1259 ; of perspiration, Arist.Pr.866a21, Gal.10.541.

Greek (Liddell-Scott)

νοτίς: -ίδος, ἡ, (νότος) ὑγρασία, ὑγρότης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 403, Εὐρ. Ἑκ. 1259, Φοίν. 646, Πλάτ. Τίμ. 60D, κτλ.· ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
humidité.
Étymologie: νότος.