ἐπιπίλναμαι

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

only pres., Ep. for ἐπιπελάζομαι,

   A come near, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od.6.44 (v.l. ἐπικίδναται) ; ἐπ' οὔδει πίλναται Il.19.92.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πίλναμαι), annahen, sich nähern, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπίλναμαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., προσπελάζω, ἔρχομαι πλησίον, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’approcher.
Étymologie: ἐπί, πίλναμαι.