κακόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.