ες,
A fibrous, in filaments, Plu.2.434a.
νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
ης, ες :semblable à des fils.Étymologie: νῆμα, -ωδης.