[Seite 1129] adv., = πρίν, Hom. u. Hes. S, πρίν.
τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, ἴδε ἐν λέξ. πρίν, πρόσθεν, πρότερος.
c. πρίν.Étymologie: τό, πρίν.