ατος, τό,
A = ἀπειλή, S.OC660(pl.).
[Seite 283] τό, dasselbe, Soph. O. C. 666.
ἀπείλημα: -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.
ατος (τό) :menace.Étymologie: ἀπειλέω.