ἀπόθεσις

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀποτίθημι)

   A laying up in store, σκευῶν SIG1106.107 (Cos); εἰς ἀ. γενέσθαι to be stored up, Pl.Lg.844d; γάλα χρήσιμον εἰς ἀ. Arist.HA522a26; ἡ ἀ. τῆς τροφῆς, of bees, 622b26; τὴν ἀ. τῆς θήρας ποιεῖσθαι 623a12; preserving, of fish, Philum. ap. Aët.9.23.    2 the final movement in setting a dislocated or fractured limb, Gal.18(2).332, al., Pall.in Hp.Fract.12.273 C.; f.l. in Hp.Off. 19.    3 κατ' ἀπόθεσιν, of internal abscesses, Gal.17(1).103.    II putting aside, making away with, getting rid of, ῥύπου 1 Ep.Pet.3.21, cf. 2.1.14.    2 exposure of children, Arist.Pol.1335b19; cf. ἀποτίθημι 11.7.    3 resignation of an office, App.BC1.3, cf. SIG 900.16(iv A.D.).    4 ἀ. κώλου, περιόδου, close or cadence of a phrase, Demetr.Eloc.19, cf. Sch.Ar.Nu.176; so in metres, = κατάληξις, Heph.4 tit.    III = ἀποδυτήριον, Luc.Hipp.5.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, 1) das Ablegen, Beiseitlegen, Aufbewahren, Plat. Legg. VIII, 844 d; ἰσχάδων Ep. 13, 361 b. – 2) das Aussetzen der Kinder, Arist. pol. 7, 14; βρεφῶν D. Hal. 1, 84. – 3) Absatz, Ruhepunkt im Satz, Demetr. Phal. 19, 205. – 4) Auskleidezimmer, Luc. Hipp. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόθεσις: -εως, ἡ, (ἀποτίθημι) τὸ ἀποτιθέναι, τὸ ἀποθηκεύειν, ἀποθήκευσις, εἰς ἀπόθεσιν γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 844D· γάλα χρήσιμον εἰς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 20, 13· ἡ ἀπ. τῆς τροφῆς, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, αὐτόθι 9. 38, 2· τὴν ἀπ. τῆς θήρας ποιεῖσθαι αὐτόθι 39. 4. 2) ἡ τοποθέτησις ἐξαρθρωθέντος ἤ θραυσθέντος μέλους, Ἱπποκρ. ΙΙ. ἀπόρριψις, ἀπαλλαγή, ἀπομάκρυνσις, ῥύπου Ἐπιστ. Πέτρου Α΄, γ΄, 21, πρβλ. Β΄, α΄, 14. 2) ἔκθεσις βρέφους, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 15, πρβλ. ἀποτίθημι ΙΙ. 7. 3) παραίτησις ἀξιώματος, Ἀππ. Ἐμφ. 1. 3. 4) ἀπ. κώλου περιόδου, παῦλαἀνάπαυσις τῆς φωνῆς ἐν τῇ ὁμιλίᾳ, Δημ. Φαλ. 19, κτλ.· οὕτως ἐν τῇ μετρικῇ, κατάληξις Ἡφαιστ. 4. 5) παρὰ Βιτρουβίῳ 4. 1, 11 φαίνεται ὅτι εἶναι συνώνυμος τῇ λέξει ἀποφυγὴ ΙΙ. ΙΙΙ. = ἀποδυτήριον, Λουκ. Ἱππ. ἤ Βαλαν. 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de mettre en réserve ; lieu de dépôt, particul. vestiaire;
2 exposition d’un enfant.
Étymologie: ἀποτίθημι.