ἀπορρέζω
English (LSJ)
fut. -ρέξω,
A sacrifice, χίμαρον v.l. in Theoc.Ep.4.15; offer partof., Is.Fr.105.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρέζω: μέλλ. -ρέξω, προσφέρω θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. ἐπιρρέζω) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. (ὅστις λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).
French (Bailly abrégé)
1 offrir en sacrifice une part de;
2 donner une part de.
Étymologie: ἀπό, ῥέζω.