ἀρίς

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ᾰ], ίδος, ἡ,

   A bow-drill, Hp.Art.12, Call.Com.16, Apollod.Poliorc. 148.7,AP6.103 (Phil.), 205 (Leon.), Heliod. (?)ap.Orib.46.11.7.    II = φράκτης, shrine, Procop.Aed.2.3.    III = δρακοντία μικρά, Ps.-Dsc.2.167, Gal.19.85, PMag.Par.1.2308.    2 = sq., Plin.HN24.151.

German (Pape)

[Seite 351] ίδος, ἡ (ἄρω), ein Werkzeug der Zimmerleute, im plur. unter den τέκτονος ἄρμενα Leon. Tar. 4 (VI, 205); γυρὰς ἀμφιδέτους ἀρίδας Philp. 15 (VI, 103), wohl nach Art der großen Bohrer, wofür auch spricht, daß sie mit einem Riemen gezogen werden, der selbst auch ἀρίς heißt, Hippocr.; vgl. Call. com. Poll. 7, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίς: ἀρίδος, ἡ, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον, τρύπανον, κοινῶς «ἀρίδα» καὶ «τρυπάνι» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 5 (Πολυδ. Ζ΄, 113), Ἀπολλοδ. Πολ. 18C, Ἀνθ. Π. 6. 103, 205· πρβλ. φράκτης.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
archet de manœuvre d’une tarière ou d’un trépan.
Étymologie: v. ἀραρίσκω.