βούλημα

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A purpose, Gorg.Hel.6 (pl.), Ar.Av.993, Isoc.3.15, D.18.49 (pl.); intent, τοῦ νομοθέτου Pl.Lg.769d, 802c (pl.), al.; τὸ β. τῆς κρίσεως intention to judge, Id.Phlb.41e: pl., βουλήμασι Μοίρης IG 12(7).303.    2 meaning, οὐδεὶς σαφῶς παρέδωκε τὸ β. Ael.Tact.18.1; τὸ β. τοῦ ποιητοῦ Hipparch.1.4.9, al.    3 intention of a testator, BGU 361ii 23 (ii A. D.): hence, will, testament, POxy.907.1 (iii A. D.), PLips. 29.7 (iii A. D.).    II express will, consent, τῆς συγκλήτου Plb.6.15.4.

German (Pape)

[Seite 457] τό, das Gewollte, Wille, Absicht, τοῦ νομοθέτου, κρίσεως, Plat. Legg. VI, 769 d Phil. 41 e; Isocr. 3, 15; Dem. 25, 13; Arist. Eth. 2, 1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βούλημα: τό, σκοπός, πρόθεσις, Πλάτ. Νόμ. 769D, 802C, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἡ ἐκπεφρασμένη θέλησις, συναίνεσις, τῆς συγκλήτου Πολύβ. 6. 15, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dessein, intention.
Étymologie: βούλομαι.